- υπήλατος
- -ον, Α(για φάρμ.) αυτός που οδηγεί προς τα κάτω, υπαγωγός, καθαρτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ἐξ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπήλατον — ὑπήλατος carrying off downwards masc/fem acc sg ὑπήλατος carrying off downwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηλάτοις — ὑπήλατος carrying off downwards masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηλάτου — ὑπήλατος carrying off downwards masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηλάτων — ὑπήλατος carrying off downwards masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηλάτῳ — ὑπήλατος carrying off downwards masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήλατα — ὑπήλατος carrying off downwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)